- τσιούτσικος
- -η, -ο, Νπολύ μικρός, μικρούτσικος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. διαλ. προέλευσης (πρβλ. και τον διαλ. τ. τσιότσιος «μικρός, λίγος», καθώς και το επίρρμ. τσιότσιο «λίγο», που μερικοί τους συνδέουν με τους ομηρ. τ. τυτθός, -ον «μικρός, νέος» και το επίρρ. τυτθόν «λίγο»)].
Dictionary of Greek. 2013.